- φίλορνις
- φίλορνιςfond of birdsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φίλορνις — όρνιθος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που αγαπά τα πουλιά 2. αυτός που είναι αγαπητός στα πουλιά («ἔνθα Κωρυκὶς πέτρα κοίλη, φίλορνις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὄρνις, ιθος «πουλί, πετεινός» (πρβλ. πολύ ορνις)] … Dictionary of Greek
φιλορνίθων — φίλορνις fond of birds masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόρνιθα — φίλορνις fond of birds masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόρνιθας — φίλορνις fond of birds masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλορνιθία — ἡ, Α [φίλορνις, ιθος] η αγάπη για τα πουλιά … Dictionary of Greek
όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… … Dictionary of Greek